-τρια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -τρια | οι | -τριες |
γενική | της | -τριας | των | -τριών |
αιτιατική | τη(ν) | -τρια | τις | -τριες |
κλητική | -τρια | -τριες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-τρια
επίθημα για τον σχηματισμό των θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί, ή το επάγγελμα ή ασχολία της
- που αντιστοιχούν σε αρσενικά με την κατάληξη -τής
- εξεταστής > εξετάστρια (αυτή που εξετάζει), τραγουδιστής > τραγουδίστρια
- που αντιστοιχούν σε αρσενικά με την κατάληξη -ίστας, -ιστής
- λόγιος τύπος θηλυκών με την κατάληξη -τρα, ή -ισσα
- υφάντρα > υφάντρια
- επιβάτισσα > επιβάτρια (δείτε και επιβάτιδα)
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- για θηλυκά ουσιαστικών για ερμηνευτές μουσικών οργάνων σε -τρια δείτε -ίστα, (-ιστής).
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Θηλυκά σε -τρια στο Βικιλεξικό
- «λέξεις σε -τρια» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Επεξεργασία
- ↑ «-τρια» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.