Δείτε επίσης: τρία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -τρια οι -τριες
      γενική της -τριας των -τριών
    αιτιατική τη(ν) -τρια τις -τριες
     κλητική -τρια -τριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-τρια < ελληνιστική κοινή -τρια[1] (αρσενικό -τήρ, -τής). Συγκρίνετε με το -τρα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾia/

  Επίθημα

επεξεργασία

-τρια
επίθημα για τον σχηματισμό των θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί, ή το επάγγελμα ή ασχολία της

  1. που αντιστοιχούν σε αρσενικά με την κατάληξη -τής
    εξεταστής > εξετάστρια (αυτή που εξετάζει), τραγουδιστής > τραγουδίστρια
  2. που αντιστοιχούν σε αρσενικά με την κατάληξη -ίστας, -ιστής
    σοσιαλιστής > σοσιαλίστρια
  3. λόγιος τύπος θηλυκών με την κατάληξη -τρα, ή -ισσα
    υφάντρα > υφάντρια
    επιβάτισσα > επιβάτρια (δείτε και επιβάτιδα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-τρια < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -τρια

  Επίθημα

επεξεργασία

-τρια θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -τρι αἱ -τριαι
      γενική τῆς -τρίᾱς τῶν -τριῶν
      δοτική τῇ -τρί ταῖς -τρίαις
    αιτιατική τὴν -τριᾰν τὰς -τρίᾱς
     κλητική ! -τρι -τριαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -τρί
γεν-δοτ τοῖν  -τρίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-τρια < αρχαία ελληνική -τειρα (όπως σώτειρα) < *-tr-ja < μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-ter (επίθημα όπως και -τηρ). Συγγενικά επιθήματα: -τωρ, -τήριος, -τρα, -τρον. [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾia/

  Επίθημα

επεξεργασία

-τρια θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.