-τωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -τωρ | οι | -τορες |
γενική | του | -τορος | των | -τόρων |
αιτιατική | τον | -τορα | τους | -τορες |
κλητική | -τορ | -τορες | ||
Δείτε το νεότερο -τορας | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -τωρ: σε λέξεις με -τωρ από την αρχαία ελληνική ή τη μεσαιωνική ελληνική ή την καθαρεύουσα [1] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
- Συνδέεται με το -τήριος → δείτε αρχαία ελληνική -τήρ < -τής [2]
Επίθημα
επεξεργασία-τωρ, -ορος αρσενικό (θηλυκό -τειρα)
- (απαρχαιωμένο) η αρχαία κατάληξη για το νεοελληνικό -τορας για αναφορά ιστορικών, αρχαίων, μεσαιωνικών όρων στον πρωτότυπο τύπο τους
- σε παγιωμένες εκφράσεις
- αρχαία ελληνική πανδαμάτωρ («ο πανδαμάτωρ χρόνος»)
- για επίσημους τίτλους ή σε ειρωνικό ύφος, αντί του νεοελληνικού τύπου -τορας
- σε παγιωμένες εκφράσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαεπίσης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- -τορας, -άτορας, -κράτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λέξεις με %τωρ
- -άτορας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι που λήγουν σε τωρ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία- -τωρ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -τωρ ή (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τωρ < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
- Σε λέξεις με κατάληξη -τωρ από την αρχαία ελληνική
- Για αποδόσεις λατινικών όρων < (άμεσο δάνειο) λατινική -tor
Επίθημα
επεξεργασία-τωρ
- επίθημα για το σχηματισμό δραστικών ουσιαστικών (νέα ελληνικά: -τορας) [3]
- για δάνειες λέξεις από τα λατινικά σε -tor
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -τωρ στο Βικιλεξικό
- -άτωρ
- -κράτωρ όπως σεβαστοκράτωρ
- -μήτωρ
- -πάτωρ
- -ωρ
Πηγές
επεξεργασία- λέξεις που λήγουν σε -τωρ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
-τωρ, -τορ- | |||||
ονομαστική | ὁ | -τωρ | οἱ | -τορες | |
γενική | τοῦ | -τορος | τῶν | -τόρων | |
δοτική | τῷ | -τορῐ | τοῖς | -τορσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | -τορᾰ | τοὺς | -τορᾰς | |
κλητική ὦ! | -τορ | -τορες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -τορε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | -τόροιν | |||
* Σε μερικές περιπτώσεις, η κλητική, σε -ωρ (όπως στο προπάτωρ). | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -τωρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-tōr μεταπτωτική βαθμίδα για την κατάληξη στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-tḗr > αρχαία ελληνική -τήρ, λατινική -tor [4]
- για αποδόσεις ρωμαϊκών όρων στην ελληνιστική κοινή < (άμεσο δάνειο) λατινική -tor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-tōr
Επίθημα
επεξεργασία-τωρ, -ορος σπανιότερα, ή/και -ωρος αρσενικό
- μεταρηματικό επίθημα για το σχηματισμό δραστικών ουσιαστικών (νέα ελληνικά: -τορας) [5]
- (ελληνιστική σημασία) κατάληξη αντίστοιχη του λατινικού -tor, ιδίως για όρους της διοίκησης
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
-τωρ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | -τωρ | οἱ | -τωρες | ||||
γενική | τοῦ | -τωρος | τῶν | -τώρων | ||||
δοτική | τῷ | -τωρῐ | τοῖς | -τωρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | -τωρᾰ | τοὺς | -τωρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | -τωρ | -τωρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -τωρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | -τώροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πραίτωρ' όπως «πραίτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -τωρ στο Βικιλεξικό
- -τήρ
→ και δείτε τη λέξη -ωρ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- όσα λήγουν σε -ρ από συγκοπτόμενα ουσιαστικά
- -ωρ
Σύνθετα
επεξεργασία- Λέξεις -τωρ @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "-τορας" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «-τορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ "-τορας" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «-τορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ "-τορας" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας