↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -πάτωρ οἱ -πάτορες
      γενική τοῦ -πάτορος τῶν -πατόρων
      δοτική τῷ -πάτορ τοῖς -πάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν -πάτορ τοὺς -πάτορᾰς
     κλητική ! -πάτορ* -πάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -πάτορε
γεν-δοτ τοῖν  -πατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
* Σε μερικές περιπτώσεις, η κλητική, σε -ωρ (όπως στο προπάτωρ).
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-πάτωρ < πατήρ, θέμα: ... + -ωρ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθημα

επεξεργασία

-πάτωρ, -ορος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)