πατέρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πατέρας | οι | πατέρες & πατεράδες |
γενική | του | πατέρα & πατρός |
των | πατέρων & πατεράδων |
αιτιατική | τον | πατέρα | τους | πατέρες & πατεράδες |
κλητική | πατέρα & πάτερ |
πατέρες & πατεράδες | ||
1. λόγια η γενική ενικού: πατρός 2. η κλητική ενικού: πάτερ, μόνο για ιερείς | ||||
Κατηγορία όπως «πατέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατέρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατήρ από την αιτιατική ενικού «τὸν πατέρα» < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈte.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τέ‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατέρας αρσενικό
- (οικογένεια) άντρας που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά ή που έχει υιοθετήσει
- (πληθυντικός) πατέρες: οι πρόγονοι
- (μεταφορικά) ο θεμελιωτής μιας επιστήμης
- προσφώνηση για ιερέα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατέρας
Πηγές επεξεργασία
- πατέρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- πατέρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατέρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατήρ από την αιτιατική ενικού «τὸν πατέρα» < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr
επεξεργασία
- πατριμόνιον & συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- πατέρας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].