Vater
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Vater | die | Väter |
γενική | des | Vaters | der | Väter |
δοτική | dem | Vater | den | Vätern |
αιτιατική | den | Vater | die | Väter |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Vater < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική vater < παλαιά άνω γερμανική fater [1] < πρωτογερμανική *fadēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr [2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Vater (de) αρσενικό
- (οικογένεια) ο πατέρας
- (καθολικισμός) προσφώνηση ιερέων, ο πάτερ
- (χριστιανισμός) ο Θεός, ο Πατέρας
- Im Namen des Vaters und des Sohnes und des Heiligen Geistes, Amen.
- Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν.
- Im Namen des Vaters und des Sohnes und des Heiligen Geistes, Amen.
- (στον πληθυντικό μόνο) οι πρόγονοι, οι πατέρες
ΧαϊδευτικάΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Adoptivvater
- Beichtvater
- Großvater
- Schwiegervater
- Stammvater
- Stiefvater
- Vaterland
- Vatermord
- Vatersname
- Vaterstadt
- Vaterstelle
- Vatertag
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Vater στη γερμανική Βικιπαίδεια