Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Großvater die Großväter
γενική des Großvaters der Großväter
δοτική dem Großvater den Großvätern
αιτιατική den Großvater die Großväter

  Ετυμολογία επεξεργασία

Großvater < groß (μεγάλος) + Vater (πατέρας)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɡʁoːsˌfaːtɐ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Großvater (de) αρσενικό

  • (οικογένεια) ο παππούς
    Mein Großvater erzählt mir gerne Geschichten aus seiner Kindheit.
    Στον παππού μου αρέσει να μου λέει ιστορίες από την παιδική του ηλικία.

Χαϊδευτικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία