πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Mutter die Mütter
γενική der Mutter der Mütter
δοτική der Mutter den Müttern
αιτιατική die Mutter die Mütter

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Mutter - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Mutter αρσενικό ή θηλυκό

  • National Records of Scotland, retrieved 10/8/2023, Lists of most common surnames in the registers for selected years, 2021



Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Mutter αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden