Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mutterseelenallein < → δείτε τις λέξεις Mutterseele και allein

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌmʊ.tɐ.zeː.lən.ʔaˈlaɪn/
 

  Επίρρημα επεξεργασία

mutterseelenallein (de)

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  Mutter