mutterseelenallein
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mutterseelenallein < → δείτε τις λέξεις Mutterseele και allein
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
mutterseelenallein (de)
- όντας ολομόναχος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Mutter