Vaterstelle
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Vaterstelle (de) θηλυκό
- η θέση του πατέρα
Εκφράσεις επεξεργασία
- Vaterstelle bei jemandem vertreten - παίζω το ρόλο του πατέρα κάποιου, αντικαθιστώ τον πατέρα του
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Vater