καθολικισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καθολικισμός < γαλλική catholicisme
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καθολικισμός αρσενικό
- το καθολικό δόγμα
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καθολικισμός
καθολικισμός αρσενικό