• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καθολικισμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθολικισμός οι καθολικισμοί
      γενική του καθολικισμού των καθολικισμών
    αιτιατική τον καθολικισμό τους καθολικισμούς
     κλητική καθολικισμέ καθολικισμοί
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καθολικισμός < γαλλική catholicisme

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καθολικισμός αρσενικό

  • το καθολικό δόγμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • καθολικός

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • παπισμός
  • προτεσταντισμός
  • ορθοδοξία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καθολικισμός
  • αγγλικά : Catholicism (en)
  • γαλλικά : catholicisme (fr)
  • ισπανικά : catolicismo (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καθολικισμός&oldid=4846197"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:32

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:32.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie