tata
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtata (bs)
- ο πατέρας
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tata | tatas |
tata (fr) θηλυκό
- (στην παιδική γλώσσα) η θείτσα
- (στην παιδική γλώσσα) η τροφός, η νταντά
- (στην παιδική γλώσσα) πρόσωπο, που δεν ανήκει στην οικογένεια, με το οποίο το παιδί αισθάνεται στενά δεμένο
- (λαϊκότροπο) ομοφυλόφιλος με θηλυκή συμπεριφορά· πρόσωπο με θηλυκούς τρόπους
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tata < πρωτοσλαβική γλώσσα tata
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtata (pl) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtata (sr)
- λατινική γραφή του тата
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtata (sl)
- ο πατέρας