Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
tata < tante, με διπλασιασμό της αρχικής συλλαβής
ΔΦΑ : /ta.ta/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tata tatas

tata (fr) θηλυκό

  1. (στην παιδική γλώσσα) η θείτσα
     συνώνυμα: tati, tatie
  2. (στην παιδική γλώσσα) η τροφός, η νταντά
  3. (στην παιδική γλώσσα) πρόσωπο, που δεν ανήκει στην οικογένεια, με το οποίο το παιδί αισθάνεται στενά δεμένο
  4. (λαϊκότροπο) ομοφυλόφιλος με θηλυκή συμπεριφορά· πρόσωπο με θηλυκούς τρόπους
     συνώνυμα: tante, tantouse



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tata (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tata (sr)

  • λατινική γραφή του тата