νταντά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νταντά | οι | νταντάδες |
γενική | της | νταντάς | των | νταντάδων |
αιτιατική | την | νταντά | τις | νταντάδες |
κλητική | νταντά | νταντάδες | ||
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- νταντά < (άμεσο δάνειο) τουρκική dadı < περσική دادا (dādā)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταντά θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νταντά
→ δείτε τη λέξη παραμάνα |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- νταντά < (ηχομιμητική λέξη) (στην παιδική γλώσσα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταντά ουδέτερο άκλιτο
- το ξύλο στη φράση:
- θα σε κάνω νταντά : θα σε δείρω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕτυμολογία 3
επεξεργασία- νταντά < (λόγιο δάνειο) γαλλική Dada < dada ηχομιμητική παιδική λέξη ("το αλογάκι")
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταντά άκλιτο
- (τέχνη) οι καλλιτέχνες Dada, το καλλιτεχνικό κίνημα του ντανταϊσμού