Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νταντεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νταντεύω
<
νταντά
+
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
νταντεύω
(
οικείο
)
φροντίζω
κάποιο
μικρό
παιδί
ή
βρέφος
ως
ή
σαν
νταντά
(
οικείο
,
κατ’ επέκταση
)
κανακεύω
Συγγενικά
επεξεργασία
ντάντεμα
→
δείτε
τη λέξη
νταντά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φροντίζω κάποιο μικρό παιδί
αγγλικά
:
nurse
(en)