Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία 1Επεξεργασία

μικρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μικρός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μικρό ουδέτερο

  1. (για ανθρώπους) → δείτε μικρό όνομα, το προσωπικό όνομα
     συνώνυμα: (για χριστιανούς:) το βαφτιστικό όνομα
  2. (γραμματική) το πεζό γράμμα
     αντώνυμα: κεφαλαίο
  3. το πολύ νεαρό παιδί ανθρώπου ή ζώου
  4. (μονάδα μέτρησης) άλλη μορφή του μικρόν

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

μικρό: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

μικρό