κεφαλαίο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κεφαλαίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κεφαλαίος < κεφαλή, (απόδοση) γαλλική capitale[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /cε.fa'lε.ɔ/
- παρώνυμο: κεφάλαιο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κεφαλαίο ουδέτερο
- (γραμματική) το σύμβολο του γράμματος που έχει μεγάλο ύψος για τη μεγαλογράμματη γραφή
- ελληνικό αλφάβητο: 24 ελληνικά κεφαλαία γράμματα: Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Π, Σ, Τ, Υ, Φ, Χ, Ψ, Ω
- λατινικό αλφάβητο: 26 σύγχρονα λατινικά κεφαλαία γράμματα: A, B, C, D, E, F, G, H, I, J, K, L, M, N, O, P, Q, R, S, T, U, V, W, X, Y, Z
- κυριλλικό αλφάβητο: 33 κεφαλαία γράμματα του ρωσικού αλφαβήτου: А, Б, В, Г, Д, Е, Ё, Ж, З, И, Й, К, Л,М, Н, О, П, Р, С, Т, У, Ф, Х, Ц, Ч, Ш, Щ, Ъ, Ы, Ь, Э, Ю, Я
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κεφαλαίο
Επεξεργασία
- ↑ «κεφαλαίο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.