Δείτε επίσης: κεφάλαιο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλαίο τα κεφαλαία
      γενική του κεφαλαίου των κεφαλαίων
    αιτιατική το κεφαλαίο τα κεφαλαία
     κλητική κεφαλαίο κεφαλαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεφαλαίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κεφαλαίος < κεφαλή, (απόδοση) γαλλική capitale[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.faˈle.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐φα‐λαί‐ο
τονικό παρώνυμο: κεφάλαιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεφαλαίο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία