P
Αυτή η σελίδα είναι για το λατινικό P (p). Για το ελληνικό ρο, δείτε Ρ.
Ετυμολογία
επεξεργασία
- P < το κεφαλαίο P του λατινικού αλφαβήτου.
- (για το φώδφορο) < αγγλική phosphorus
- (για το αμινοξύ) < αγγλική proline
![]() |
Αυτή η σελίδα είναι για το λατινικό P (p). Για το ελληνικό ρο, δείτε Ρ.