Δείτε Αυτή η σελίδα είναι για το ελληνικό Ρ - ελληνικά: , ρ, ρρ Δείτε επίσης: λατινικό P & R - κυριλλικό Р
πι ελληνικό κεφαλαίο
Ρ
Ρ decimal
Ρ Unicode (U+03A1)
GREEK CAPITAL LETTER RHO
← Π Σ →
ελληνικό αλφάβητο
 
Ρ   Ρ Unicode (U+03A1)
Ρ   Ρ   decimal
 Α  α     άλφα / ἄλφα Ν ν   νι / νῦ
 Β  β  ϐ   βήτα / βῆτα Ξ ξ   ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γ γ   γάμα / γάμμα Ο ο   όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ)
 Δ δ   δέλτα Π π ϖ  πι / πεῖ, πῖ
 Ε ε   έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) Ρ ρ ϱ ρο / ῥῶ
 Ζ ζ   ζήτα / ζῆτα Σ σ/ς   σίγμα / σῖγμα
 Η η   ήτα / ἦτα Τ τ   ταυ / ταῦ
 Θ θ ϑ θήτα / θῆτα Υ υ   ύψιλον / ὖ ψιλόν, ()
 Ι ι   γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φ φ ϕ φι / φεῖ, φῖ
 Κ κ ϰ κάπα / κάππα Χ χ   χι / χεῖ, χῖ
 Λ λ   λάμδα, λάμβδα / λάβδα Ψ ψ   ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μ μ   μι / μῦ Ω ω   ωμέγα / ὦ μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝ ϝ   δίγαμμα  Ϻ ϻ   σαν
 Ϛ ϛ   στίγμα  Ϸ ϸ   σω
 Ϡ ϡ   σαμπί  Ͳ ͳ   παλαιό σαμπί
 Ϙ ϙ   κόππα  Ϟ ϟ   μεταγενέστερο κόππα
 Ͱ ͱ   ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ  ϲ   μηνοειδές σίγμα
 Ϗ ϗ   και  Ȣ ȣ   ου
 Ͷ ͷ   παμφυλιακό δίγαμμα        

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ρ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ρ < φοινικική 𐤓‎ (rēs, reš)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾ/ (ηχηρό μονοπαλλόμενο φατνιακό - συγκρίνετε με το [r])
απαγγελία με το άρθρο το: ΔΦΑ : /to ˈɾo/ - ανεπίσημο: /to ˈɾu/

  Σύμβολο

επεξεργασία

Ρ ουδέτερο κεφαλαίο (πεζό: ρ)

Συγγενικά

επεξεργασία

ελληνική αρίθμηση

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Р (κυριλλικό ρο κεφαλαίο)
  • P (λατινικό πι κεφαλαίο)
  • R (λατινικό ρο κεφαλαίο)



ελληνικό αλφάβητο
 
Ρ   &#x03A1; Unicode (U+03A1)
Ρ   &#929;   decimal
 Α  α     άλφα / ἄλφα Ν ν   νι / νῦ
 Β  β  ϐ   βήτα / βῆτα Ξ ξ   ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γ γ   γάμα / γάμμα Ο ο   όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ)
 Δ δ   δέλτα Π π ϖ  πι / πεῖ, πῖ
 Ε ε   έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) Ρ ρ ϱ ρο / ῥῶ
 Ζ ζ   ζήτα / ζῆτα Σ σ/ς   σίγμα / σῖγμα
 Η η   ήτα / ἦτα Τ τ   ταυ / ταῦ
 Θ θ ϑ θήτα / θῆτα Υ υ   ύψιλον / ὖ ψιλόν, ()
 Ι ι   γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φ φ ϕ φι / φεῖ, φῖ
 Κ κ ϰ κάπα / κάππα Χ χ   χι / χεῖ, χῖ
 Λ λ   λάμδα, λάμβδα / λάβδα Ψ ψ   ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μ μ   μι / μῦ Ω ω   ωμέγα / ὦ μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝ ϝ   δίγαμμα  Ϻ ϻ   σαν
 Ϛ ϛ   στίγμα  Ϸ ϸ   σω
 Ϡ ϡ   σαμπί  Ͳ ͳ   παλαιό σαμπί
 Ϙ ϙ   κόππα  Ϟ ϟ   μεταγενέστερο κόππα
 Ͱ ͱ   ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ  ϲ   μηνοειδές σίγμα
 Ϗ ϗ   και  Ȣ ȣ   ου
 Ͷ ͷ   παμφυλιακό δίγαμμα        

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ρ < (άμεσο δάνειο) φοινικική 𐤓‎ (rēs, reš), το σχήμα με σημασία: πρωτοσημιτική - ρίζα *raʔš- (σημασία: κεφαλή, κεφάλι)

  Προφορά

επεξεργασία

ΔΦΑ : // στην αρχή λέξης, με δασύ ήχο, 5ος αιώνας

άηχο φατνιακό παλλόμενο στην αγγλική Βικιπαίδεια   με εξαίρεση το Ρᾶρος - δείτε και )

ΔΦΑ : /r/ μεσοφωνηεντικά, 5ος αιώνας

(κατά μερικούς γραμματικούς, σε μερικές λέξεις προφερόταν δασύ και μέσα στη λέξη - δείτε )

ΔΦΑ : /r/ μεταγενέστερα: σε οποιαδήποτε θέση στη λέξη, όπως και στα νέα ελληνικά
Η προφορά του κατά αρχαίους συγγραφείς:

  • ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Κρατύλοςw, 426d-426e
    τὸ δὲ οὖν ῥῶ τὸ στοιχεῖον, ὥσπερ λέγω, καλὸν ἔδοξεν ὄργανον εἶναι τῆς κινήσεως τῷ τὰ ὀνόματα τιθεμένῳ πρὸς τὸ ἀφομοιοῦν τῇ φορᾷ, πολλαχοῦ γοῦν χρῆται αὐτῷ εἰς αὐτήν· πρῶτον μὲν ἐν αὐτῷ τῷ ῥεῖν καὶ ῥοῇ διὰ τούτου τοῦ γράμματος τὴν φορὰν μιμεῖται, εἶτα ἐν τῷ [426e] τρόμῳ, εἶτα ἐν τῷ τρέχειν, ἔτι δὲ ἐν τοῖς τοιοῖσδε ῥήμασιν οἷον κρούειν, θραύειν, ἐρείκειν, θρύπτειν, κερματίζειν, ῥυμβεῖν, πάντα ταῦτα τὸ πολὺ ἀπεικάζει διὰ τοῦ ῥῶ. ἑώ<ρα> γὰρ οἶμαι τὴν γλῶτταν ἐν τούτῳ ἥκιστα μένουσαν, μάλιστα δὲ σειομένην· διὸ φαίνεταί μοι τούτῳ πρὸς ταῦτα κατακεχρῆσθαι.
  • ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ποιητικῆς(w, 1456b , 28
    Ἔστιν δὲ ταῦτα φωνῆεν μὲν <τὸ> ἄνευ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, ἡμίφωνον δὲ τὸ μετὰ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, οἷον τὸ Σ καὶ τὸ Ρ, ἄφωνον δὲ τὸ μετὰ προσβολῆς καθ᾽ αὑτὸ μὲν οὐδεμίαν ἔχον φωνήν
  • Ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας το κατατάσσει στα «ἡμίφωνα» και περιγράφει την προφορά: Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων Dionysii Halicarnasei quae exstant, Volume 5.2: Opuscula, Volume 2. Usener, Hermann; Radermacher, Ludwig; editors. Leipzig: Teubner, 1904 @scaife.perseus
    τὸ δὲ ρ̅ τῆς γλώττης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ πνεῦμα καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐγγὺς τῶν ὀδόντων ἀνισταμένης·

  Σύμβολο

επεξεργασία

Ρ ουδέτερο κεφαλαίο

  1. (γράμμα) ονομασία: ῥῶ κεφαλαίο: το 17ο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου
    για το πεζό, δείτε ρ (μεσαιωνικό, μετά τον 10ο αιώνα)
  2. (αριθμητικό σύμβολο) ο αριθμός εκατό (100)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  •   (σε επιγραφές) επίσης  
  •   (ευβοϊκό ή χαλκιδικό αλφάβητο)
  • (μεταγενέστερα, αρκτικό Ρ με δασεία)

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Ρ (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά Ρ
νέα ελληνικά: Ρ
κυριλλικό: Р
κοπτικά: Р

  (στο ευβοϊκό ή χαλκιδικό αλφάβητο)

λατινικά: R
  • Rho στην αγγλική Βικιπαίδεια  
  • R#History στην αγγλική Βικιπαίδεια