Ετυμολογία

επεξεργασία
γάμα < αρχαία ελληνική γάμμα < πρωτοσημιτική *gamal (καμήλα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάμα ουδέτερο άκλιτο

  1. το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (γ, κεφαλαίο: Γ)
  2. μεταφορικά: η ορθή γωνία
  3. η συμβολή των δοκών ποδοσφαιρικής εστίας
    Έστειλε την μπάλα στο γάμα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

γάμα

  • β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος γαμώ