γάμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάμα < αρχαία ελληνική γάμμα < πρωτοσημιτική *gamal (καμήλα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γάμα ουδέτερο άκλιτο
- το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (γ, κεφαλαίο: Γ)
- μεταφορικά: η ορθή γωνία
- η συμβολή των δοκών ποδοσφαιρικής εστίας
- Έστειλε την μπάλα στο γάμα.
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καμήλα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γράμμα του ελληνικού αλφάβητου
ορθή γωνία
|
συμβολή των δοκών ποδοσφαιρικής εστίας
|
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
γάμα
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος γαμώ