Δείτε επίσης: κάππα, κόππα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάπα ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
βοσκός με κάπα σε έργο του Γεωργιανού ζωγράφου Νίκο Πιροσμάνι
κάπα < μεσαιωνική ελληνική κάπα[1][2] < μεσαιωνική λατινική capa[2] / υστερολατινική cappa[2] < λατινική caput

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάπα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) χοντρό μάλλινο πανωφόρι, με κουκούλα και χωρίς μανίκια, χαρακτηριστικό χειμερινό ένδυμα βοσκών και χωρικών
     συνώνυμα: ταλαγάνι
  2. (ενδυμασία) γυναικείο φαρδύ πανωφόρι χωρίς μανίκια
     συνώνυμα: μπέρτα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. κάπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.