κάπα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάπα < αρχαία ελληνική κάππα
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
κάπα ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάπα
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάπα | οι | κάπες |
γενική | της | κάπας | των | καπών |
αιτιατική | την | κάπα | τις | κάπες |
κλητική | κάπα | κάπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάπα < μεσαιωνική ελληνική κάπα[1][2] < μεσαιωνική λατινική capa[2] / υστερολατινική cappa[2] < λατινική caput
Επεξεργασία
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
κάπα θηλυκό
- (ενδυμασία) χοντρό μάλλινο πανωφόρι, με κουκούλα και χωρίς μανίκια, χαρακτηριστικό χειμερινό ένδυμα βοσκών και χωρικών
- (ενδυμασία) γυναικείο φαρδύ πανωφόρι χωρίς μανίκια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
- ↑ «κάπα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.