↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανίκι τα μανίκια
      γενική του μανικιού των μανικιών
    αιτιατική το μανίκι τα μανίκια
     κλητική μανίκι μανίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μανίκι < μεσαιωνική ελληνική μανίκιον (υποκοριστικό του ιταλικού manica) < λατινική manus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανίκι ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • σηκώνω/ανασηκώνω τα μανίκια:
  • έχω/κρύβω άσο/ατού στο μανίκι
  • είναι μανίκι: πολύ δύσκολο πρόβλημα ή εργασία
  • ρίχνω ένα μανίκι

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία