manche
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
manche | manches |
manche (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
manche | manches |
manche (fr) θηλυκό
- το μανίκι
- lève tes manches avant de te mettre au boulot !
- σήκωσε τα μανίκια σου προτού αρχίσεις τη δουλειά!
- lève tes manches avant de te mettre au boulot !