λαβή
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαβή | οι | λαβές |
γενική | της | λαβής | των | λαβών |
αιτιατική | τη | λαβή | τις | λαβές |
κλητική | λαβή | λαβές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λαβή < αρχαία ελληνική λαβή < λαμβάνω
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
λαβή θηλυκό
- το τμήμα ενός αντικειμένου από το οποίο μπορούμε να το πιάσουμε
- ο τρόπος με τον οποίο πιάνουμε κάποιον για να τον ακινητοποιήσουμε, όταν παλεύουμε μαζί του
- (μεταφορικά) η αφορμή, η ευκαιρία
- έδωσε πάλι λαβή για σχόλια