λαβών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαλαβών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του λαβή
- παλιότερη γραφή: λαβῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαλαβών, -οῦσα, -όν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἔλαβον) του ρήματος λαμβάνω