μανσέτα με μανικετόκουμπο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανικετόκουμπο τα μανικετόκουμπα
      γενική του μανικετόκουμπου των μανικετόκουμπων
    αιτιατική το μανικετόκουμπο τα μανικετόκουμπα
     κλητική μανικετόκουμπο μανικετόκουμπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μανικετόκουμπο < μανικέτι + κουμπί

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανικετόκουμπο ουδέτερο

  1. μικρό μεταλλικό διακοσμητικό αξεσουάρ, (συνήθως) για άνδρες που φοριέται στην κουμπότρυπα της μανσέτας
  2. σχήμα κρυστάλλου χιονιού που μοιάζει σε μανικετόκουμπο

Άλλες μορφές

επεξεργασία