ξενόκουμπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξενόκουμπο ουδέτερο
- το μανικετόκουμπο → δείτε τη λέξη .
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενόκουμπο
→ δείτε τη λέξη μανικετόκουμπο |
ξενόκουμπο ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη μανικετόκουμπο |