κουμπί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουμπί | τα | κουμπιά |
γενική | του | κουμπιού | των | κουμπιών |
αιτιατική | το | κουμπί | τα | κουμπιά |
κλητική | κουμπί | κουμπιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουμπί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κομπίν < κομβίον < υποκοριστικό του κόμβος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kumˈbi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐μπί
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουμπί ουδέτερο
- (ενδυμασία) το μικρό εξάρτημα της ενδυμασίας που είναι ραμμένο μόνιμα στο ρούχο. Κατασκευάζεται από διάφορα υλικά, έχει ποικίλα σχήματα και χρησιμεύει είτε για να ανοίγει και να κλείνει ένα άνοιγμα του ρούχου εφαρμόζοντας στην κουμπότρυπα είτε απλά για διακοσμητικούς λόγους
- ※ Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)
- το (μικρό, εξωτερικό) εξάρτημα ενός μηχανισμού που διαθέτει μηχανισμό επαναφοράς και όταν πιέζεται υποχωρεί κάθετα ως προς την επιφάνεια επαφής και προκαλεί την έναρξη ή τον τερματισμό μιας λειτουργίας
- (μεταφορικά) το ευαίσθητο σημείο του χαρακτήρα ή της προσωπικότητας κάποιου
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τα κουμπιά της Αλέξαινας : πολύ μπερδεμένη κατάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουμπί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κουμπί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας