button
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
button | buttons |
button (en)
- (ενδυμασία) το κουμπί
- ↪ A button has come off my shirt.
- Μου κόπηκε ένα κουμπί από το πουκάμισό μου.
- ↪ A button has come off my shirt.
- το κουμπί, ένα μικρό μέρος μιας μηχανής που πατάω για να λειτουργήσει
- ↪ I push/turn the radio/TV button.
- Πατάω/γυρίζω το κουμπί του ραδιοφώνου/της τηλεόρασης.
- ↪ The middle button turns on the outside light.
- Με το μεσαίο κουμπί ανάβει το έξω φως.
- ↪ The clerk pushed the alarm button/the button on the alarm.
- Ο υπάλληλος πάτησε το κουμπί του συναγερμού.
- ↪ I push/turn the radio/TV button.
- (πληροφορική) το κουμπί
- ↪ Click the OK button to start.
- Πάτησε το κουμπί OK για να ξεκινήσει.
- ↪ Click the OK button to start.
- (ειδικά αμερικανική σημασία) η κονκάρδα, μικρό διακριτικό σήμα από ύφασμα, πλαστικό ή μέταλλο που φοριέται στο στήθος, ειδικά ένα με ένα μήνυμα τυπωμένο πάνω του
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | button |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buttons |
αόριστος | buttoned |
παθητική μετοχή | buttoned |
ενεργητική μετοχή | buttoning |
button (en)
- (μεταβατικό) κουμπώνω, κλείνω τα κουμπιά σε ένα ρούχο που φοράει κάποιος
- ↪ Button up your pants!
- Κούμπωσε το παντελόνι σου!
- ↪ Button up your pants!
- (αμετάβατο) κουμπώνω, κλείνει με κουμπιά
- ↪ The dress buttons (up) in the back.
- Αυτό το φόρεμα κουμπώνει πίσω.
- ↪ I have gotten so fat that my waistcoat doesn’t button.
- Πάχυνα τόσο που το γιλέκου μου δεν κουμπώνει.
- ↪ The dress buttons (up) in the back.
Πηγές
επεξεργασία- button (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- button (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 472. ISBN 9780194325684., λήμμα: κουμπί, κουμπώνω