Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
button buttons

button (en)

  1. (ενδυμασία) το κουμπί
    ⮡  A button has come off my shirt.
    Μου κόπηκε ένα κουμπί από το πουκάμισό μου.
  2. το κουμπί, ένα μικρό μέρος μιας μηχανής που πατάω για να λειτουργήσει
    ⮡  I push/turn the radio/TV button.
    Πατάω/γυρίζω το κουμπί του ραδιοφώνου/της τηλεόρασης.
    ⮡  The middle button turns on the outside light.
    Με το μεσαίο κουμπί ανάβει το έξω φως.
    ⮡  The clerk pushed the alarm button/the button on the alarm.
    Ο υπάλληλος πάτησε το κουμπί του συναγερμού.
  3. (πληροφορική) το κουμπί
    ⮡  Click the OK button to start.
    Πάτησε το κουμπί OK για να ξεκινήσει.
  4. (ειδικά αμερικανική σημασία) η κονκάρδα, μικρό διακριτικό σήμα από ύφασμα, πλαστικό ή μέταλλο που φοριέται στο στήθος, ειδικά ένα με ένα μήνυμα τυπωμένο πάνω του
    ⮡  promotional/political party/name buttons - διαφημιστικές/κομματικές/ονομαστικές κονκάρδες
     συνώνυμα: badge

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας button
γ΄ ενικό ενεστώτα buttons
αόριστος buttoned
παθητική μετοχή buttoned
ενεργητική μετοχή buttoning

button (en)

  1. (μεταβατικό) κουμπώνω, κλείνω τα κουμπιά σε ένα ρούχο που φοράει κάποιος
    ⮡  Button up your pants!
    Κούμπωσε το παντελόνι σου!
  2. (αμετάβατο) κουμπώνω, κλείνει με κουμπιά
    ⮡  The dress buttons (up) in the back.
    Αυτό το φόρεμα κουμπώνει πίσω.
    ⮡  I have gotten so fat that my waistcoat doesn’t button.
    Πάχυνα τόσο που το γιλέκου μου δεν κουμπώνει.