badge (en)
- το σήμα, η κονκάρδα, μικρό αντικείμενο που φέρει παράσταση και το οποίο συνήθως καρφώνεται στο πέτο
- ⮡ a round/metallic badge - στρογγυλό/μεταλλικό σήμα
- ⮡ She’s not wearing her badge.
- Δε φοράει το σήμα της.
- ⮡ name badges - ονομαστικές κονκάρδες
- ≈ συνώνυμα: button