Δείτε επίσης: στῆθος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στήθος τα στήθη
στήθια
      γενική του στήθους των στηθών
στηθιών
    αιτιατική το στήθος τα στήθη
στήθια
     κλητική στήθος στήθη
στήθια
Οι δεύτεροι πληθυντικοί από τον τύπο στήθι.
Παράρτημα:Ανώμαλα διπλόμορφα
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στήθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στῆθος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsti.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στή‐θος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στήθος ουδέτερο

  1. (ανατομία) το μπροστινό μέρος του κορμιού ανθρώπου ή ζώου κάτω από το λαιμό και πάνω από την κοιλιά, εξαιρώντας τα χέρια/πόδια
  2. οι γυναικείοι μαστοί
  3. (γαστρονομία) το κρέας που προέρχεται από αυτό το μέρος ως φαγητό
    τι προτιμάτε στο κοτόπουλο; μπούτι ή στήθος;

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία