στήθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στήθος | τα | στήθη & στήθια |
γενική | του | στήθους | των | στηθών & στηθιών |
αιτιατική | το | στήθος | τα | στήθη & στήθια |
κλητική | στήθος | στήθη & στήθια | ||
Οι δεύτεροι πληθυντικοί από τον τύπο στήθι. Παράρτημα:Ανώμαλα διπλόμορφα | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στήθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στῆθος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsti.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στή‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστήθος ουδέτερο
- (ανατομία) το μπροστινό μέρος του κορμιού ανθρώπου ή ζώου κάτω από το λαιμό και πάνω από την κοιλιά, εξαιρώντας τα χέρια/πόδια
- οι γυναικείοι μαστοί
- (γαστρονομία) το κρέας που προέρχεται από αυτό το μέρος ως φαγητό
- ⮡ τι προτιμάτε στο κοτόπουλο; μπούτι ή στήθος;
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- από στήθους
- προτάσσω το στήθος μου: προβάλλω σθεναρή αντίσταση σε εχθρό
- (μάχη) στήθος με στήθος: μάχη μέχρις εσχάτων
- (νίκη) με διαφορά στήθους: νίκη σε αθλητικό αγώνα με πολύ μικρή διαφορά από τον επόμενο
Συγγενικά
επεξεργασία- ανάστηθος
- ανοιχτόστηθος
- αποστηθίζω
- αποστήθιση
- ασημόστηθος
- αστήθιαστος
- άστηθος
- αστήθι
- αστροστήθα
- αφρόστηθο
- γυμνόστηθος
- επιστήθιος
- κατάστηθα
- ξέστηθος
- ξεστήθωμα
- ξεστηθώνω
- ξεστήθωτος
- ορθόστηθος
- περδικόστηθος
- στηθάγχη
- στηθαγχικός
- στηθαίο
- στηθικός
- στηθοδέρνομαι
- στηθόδεσμος
- στηθοκόπημα
- στηθοκοπιέμαι
- στηθοσκόπηση
- στηθοσκόπιο
- στηθοσκοπώ
- στηθοστένεψη
- στηθούρι
- χαμηλοστήθης
- χρυσοκουμπόστηθος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στήθος