Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τόπλες
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Ουσιαστικό
1.4
Επίθετο
1.4.1
Συνώνυμα
1.4.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Τόπλες
γυναίκα στην παραλία.
τόπλες
<
αγγλική
topless
<
top
+
-less
Επίθετο
επεξεργασία
τόπλες
άκλιτο
γυμνόστηθος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τόπλες
άκλιτο
ένδυμα
που αφήνει
ακάλυπτο
το
στήθος
Επίθετο
επεξεργασία
η
ξώβυζη
, αυτή που αποκαλύπτει τους μαστούς της
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξώβυζος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τόπλες
αγγλικά
:
topless
(en)