ακάλυπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακάλυπτος < αρχαία ελληνική ἀκάλυπτος < ἀ- στερητικό + καλύπτω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαακάλυπτος, -η, -ο
- που δεν έχει καλυφθεί με κάποιο σκέπασμα, στέγη ή ρούχο
- που δεν έχει χτιστεί, δεν έχει καλυφθεί από κάποιο κτήριο
- που δεν έχει καλυφθεί ώστε να προστατευτεί από εχθρικά πυρά
- που δεν έχει καλυφθεί από κάποιον άλλον, δεν του έχει δοθεί προστασία από κάποιον
- που δεν έχει καλυφθεί κατά τη συζήτηση-διαπραγμάτευση ενός θέματος
- (για θέση, κενό σε οργανισμό) που δεν έχει συμπληρωθεί
- (για επιταγή) που δεν έχει αντίκρισμα