↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακάλυπτος η ακάλυπτη το ακάλυπτο
      γενική του ακάλυπτου της ακάλυπτης του ακάλυπτου
    αιτιατική τον ακάλυπτο την ακάλυπτη το ακάλυπτο
     κλητική ακάλυπτε ακάλυπτη ακάλυπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακάλυπτοι οι ακάλυπτες τα ακάλυπτα
      γενική των ακάλυπτων των ακάλυπτων των ακάλυπτων
    αιτιατική τους ακάλυπτους τις ακάλυπτες τα ακάλυπτα
     κλητική ακάλυπτοι ακάλυπτες ακάλυπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακάλυπτος < αρχαία ελληνική ἀκάλυπτος < ἀ- στερητικό + καλύπτω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακάλυπτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καλυφθεί με κάποιο σκέπασμα, στέγη ή ρούχο
  2. που δεν έχει χτιστεί, δεν έχει καλυφθεί από κάποιο κτήριο
  3. που δεν έχει καλυφθεί ώστε να προστατευτεί από εχθρικά πυρά
  4. που δεν έχει καλυφθεί από κάποιον άλλον, δεν του έχει δοθεί προστασία από κάποιον
  5. που δεν έχει καλυφθεί κατά τη συζήτηση-διαπραγμάτευση ενός θέματος
  6. (για θέση, κενό σε οργανισμό) που δεν έχει συμπληρωθεί
  7. (για επιταγή) που δεν έχει αντίκρισμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία