top
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
top (en) (χωρίς παραθετικά)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
top | tops |
top (en)
- η κορυφή
- το πάνω (μιας σελίδας)
- το σκέπασμα ενός δοχείου, το καπάκι
- τοπ, ρούχο που καλύπτει τον κορμό
- σβούρα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 468. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, κορυφή
Τουρκικά (tr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
top (tr)