Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

top (en) (χωρίς παραθετικά)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
top tops

top (en)

  1. η κορυφή
    the top of a tree/mountain - η κορυφή ενός δέντρου/βουνού
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peak
  2. το πάνω (μιας σελίδας)
    at the top of the page - στο πάνω της σελίδας
     συνώνυμα: head
  3. το σκέπασμα ενός δοχείου, το καπάκι
     συνώνυμα: cap, cover, lid
  4. τοπ, ρούχο που καλύπτει τον κορμό
  5. σβούρα
     συνώνυμα: spinning top

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 468. ISBN 9780194325684. , λήμμα: (ε)πάνω, κορυφή

Τουρκικά (tr)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

top (tr)

  1. η μπάλα, το τόπι
  2. το κανόνι, το πυροβόλο

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία