πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυροβόλο τα πυροβόλα
      γενική του πυροβόλου των πυροβόλων
    αιτιατική το πυροβόλο τα πυροβόλα
     κλητική πυροβόλο πυροβόλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυροβόλο ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) όπλο που βάλλει πυρά σε κοντινή ή μακρινή απόσταση
  2. (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) όπλο το οποίο διαθέτει σωλήνα και εκτοξεύει βλήματα κατόπιν πίεσης αερίων που παράγονται κατόπιν της καύσης εκρηκτικής ύλης (δηλαδή εμπυρεύματος ή παλαιότερα πυρίτιδας)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία