Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροβολικός η πυροβολική το πυροβολικό
      γενική του πυροβολικού της πυροβολικής του πυροβολικού
    αιτιατική τον πυροβολικό την πυροβολική το πυροβολικό
     κλητική πυροβολικέ πυροβολική πυροβολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροβολικοί οι πυροβολικές τα πυροβολικά
      γενική των πυροβολικών των πυροβολικών των πυροβολικών
    αιτιατική τους πυροβολικούς τις πυροβολικές τα πυροβολικά
     κλητική πυροβολικοί πυροβολικές πυροβολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροβολικός < πυροβόλο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πυροβολικός, -ή, -ό, το θηλυκό και ουδέτερο φέρονται επίσης ουσιαστικοποιημένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία