πυροβολικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπυροβολικό ουδέτερο
- ...
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπυροβολικό
- αιτιατική ενικού του πυροβολικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πυροβολικός
πυροβολικό ουδέτερο
πυροβολικό