αεροβόλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αεροβόλο | τα | αεροβόλα |
γενική | του | αεροβόλου | των | αεροβόλων |
αιτιατική | το | αεροβόλο | τα | αεροβόλα |
κλητική | αεροβόλο | αεροβόλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αεροβόλο < (καθαρεύουσα) ἀεροβόλον, απόδοση για την αγγλική airgun. Αναλύεται σε αερο- + -βόλο, ουδέτερο του -βόλος (ουσιαστικοποιημένο) εννοείται: όπλο (βάλλω}[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾoˈvo.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐βό‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροβόλο ουδέτερο
- (οπλισμός) όπλο που εκτοξεύει βολίδα με χρήση πεπιεσμένου αέρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ αεροβόλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας