αεροβόλο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αεροβόλο | τα | αεροβόλα |
γενική | του | αεροβόλου | των | αεροβόλων |
αιτιατική | το | αεροβόλο | τα | αεροβόλα |
κλητική | αεροβόλο | αεροβόλα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αεροβόλο < αερο- + βάλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɛ.ɾɔ.ˈvɔ.lɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αεροβόλο ουδέτερο
- (ουσιαστικοποιημένο) όπλο που εκτοξεύει βολίδα με χρήση πεπιεσμένου αέρα