Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροβόλο τα αεροβόλα
      γενική του αεροβόλου των αεροβόλων
    αιτιατική το αεροβόλο τα αεροβόλα
     κλητική αεροβόλο αεροβόλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροβόλο < (καθαρεύουσα) ἀεροβόλον, απόδοση για την αγγλική airgun. Αναλύεται σε αερο- + -βόλο, ουδέτερο του -βόλος (ουσιαστικοποιημένο) εννοείται: όπλο (βάλλω}[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾoˈvo.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐βό‐λο
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροβόλο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία