Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-βόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -βόλος < βολ-, μεταπτωτική βαθμίδα του βάλλω + κατάληξη -ος. Συγκρίνετε με επίθετα που λήγους σε -βολος (όπως άβολος, αμφίβολος).

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -βό‐λος

  Επίθημα επεξεργασία

-βόλος (ουσιαστικά) ή επίθετα σε -ος, -α, -ο

Σύνθετα επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-βόλος < βολ-, μεταπτωτική βαθμίδα του βάλλω + κατάληξη -ος


ζητούμενο λήμμα


Σύνθετα επεξεργασία