-βολώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -βολώ < αρχαία ελληνική -βολῶ < βάλλω
Επίθημα
επεξεργασία-βολώ
- επίθημα ρημάτων που δηλώνει ότι :
- υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη κατάσταση ή μια μόνιμιη ιδιότητα
- κάποιος / κάτι επαναλαμβάνει ή ρίχνει κάτι
Παράγωγα
επεξεργασία- αβγοβολώ
- αγκυροβολώ
- αθιβολώ
- ακτινοβολώ
- αμμοβολώ
- ανθοβολώ
- ανθοκαρποβολώ
- ανθομοσκοβολώ
- ανταροβολώ
- αντιβολώ
- αντιπυροβολώ
- αντιφεγγοβολώ
- αραξοβολώ
- ασβολώ
- ασημοβολώ
- ασπροβολώ
- ασπροφεγγοβολώ
- αστραποβολώ
- αστροβολώ
- αστροφεγγοβολώ
- αφροβολώ
- αχνοβολώ
- αχοβολώ
- αχτιδοβολώ
- αχτινοβολώ
- βλαστοβολώ
- βομβαρδοβολώ
- βροντοβολώ
- γαλαζοβολώ
- γεννοβολώ
- γλυκοφεγγοβολώ
- γλωσσοβολώ
- γυρνοβολώ
- γυροβολώ
- δαφνοβολώ
- διβολώ
- δροσοβολώ
- ευθυβολώ
- ζεστοβολώ
- ηλιοβολώ
- ηχοβολώ
- θαμποβολώ
- θαμποφεγγοβολώ
- ισιοβολώ
- κανονιοβολώ
- καπυροβολώ
- καρποβολώ
- κεντροβολώ
- κεραυνοβολώ
- κλοτσοβολώ
- κοκκινοβολώ
- κροτοβολώ
- κυκλοβολώ
- κυματοβολώ
- λαμποβολώ
- λιθοβολώ
- λιοβολώ
- μαυροβολώ
- μηλοβολώ
- μοσκοβολώ
- μοσχοβολώ
- μοσχομυροβολώ
- μουγκοβολώ
- μουγκροβολώ
- μπεκροβολώ
- μυδραλιοβολώ
- μυροβολώ
- νεκταροβολώ
- ξαναροβολώ
- ξερνοβολώ
- πεντεβολώ
- πεντοβολώ
- πετοβολώ
- πετροβολώ
- πετροσπιθοβολώ
- πηδοβολώ
- πισωβολώ
- ποδοβολώ
- πολυβολώ
- πρασινοβολώ
- πυριοβολώ
- πυροβολώ
- ραδιοβολώ
- ριζοβολώ
- ροβολώ
- ρουκετοβολώ
- σπιθοβολώ
- σπινθηροβολώ
- σταζοβολώ
- σταλοβολώ
- στριζοβολώ
- συμπυροβολώ
- τουφεκοβολώ
- τρεχοβολώ
- τριζοβολώ
- φεγγοβολώ
- φλογοβολώ
- φυλλοβολώ
- φωτοβολώ
- χιονοβολώ
- χρυσοβολώ
- χυνοβολώ