πολυβολώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυβολώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπολυβολώ
- πυροβολώ με πολυβόλο
- (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον μιλώντας του ακατάπαυστα, θέτοντάς του πληθώρα ερωτήσεων ή κάνοντας πολλές παρατηρήσεις πάνω σε κάποιο θέμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυβολώ
|