Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυβολώ < λείπει η ετυμολογία

πολυβολώ

  1. πυροβολώ με πολυβόλο
  2. (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον μιλώντας του ακατάπαυστα, θέτοντάς του πληθώρα ερωτήσεων ή κάνοντας πολλές παρατηρήσεις πάνω σε κάποιο θέμα


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία