πολυβολαρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυβολαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυβολαρχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) μονάδα πυροβολικού που αποτελείται συνήθως από τέσσερεις διμοιρίες πολυβόλων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυβολαρχία
|