διμοιρία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διμοιρία < ελληνιστική κοινή διμοιρία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική διμοιρία < δι- + μοῖρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διμοιρία θηλυκό
- ομάδα λίγων (περί των 30) στρατιωτών ή αστυνομικών
Επεξεργασία
- διμοιρίτης
- διμοιρίτισσα
- → δείτε τις λέξεις δύο και μοίρα