μοίρασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοίρασμα < μεσαιωνική ελληνική μοίρασμα < μοιράζω < ελληνιστική κοινή μοιράω / μοιρῶ < μοῖρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοίρασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μοιράζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοίρασμα