sharing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sharing | sharings |
sharing (en)
- μερισμός[1]
- το μοίρασμα
- ⮡ The technology company starts to charge for sharing passwords.
- Η εταιρεία τεχνολογίας αρχίζει η χρέωση για μοίρασμα κωδικών.
- ⮡ The technology company starts to charge for sharing passwords.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαsharing (en)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ από αναζήτηση «sharing» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.