Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
share shares

share (en)

  1. (συνήθως ενικός) το μερίδιο, η μερίδα, ένα μέρος από κάτι που χωρίζεται σε δύο ή περισσότερα άτομα
    ⮡  He became the sole proprietor of the business by buying out his partner's share.
    Έγινε μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης εξαγοράζοντας το μερίδιο του συνεταίρου του.
    ⮡  They all got their share of the profits.
    Πήραν όλοι τη μερίδια τους από τα κέρδη.
  2. (μόνο ενικός) το μερίδιο, το μέρος που έχει κάποιος σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα που περιλαμβάνει πολλά άτομα
    ⮡  We all did our share.
    Όλοι κάναμε το μερίδιό μας.
    ⮡  Everyone must take on their share of the blame.
    Όλοι πρέπει να αναλάβουν το μερίδιό τους της ευθύνης.
  3. (μόνο ενικός) το μερίδιο, η ποσότητα από κάτι που θεωρείται φυσιολογικό ή αποδεκτό για ένα άτομο ή πράγμα
    ⮡  a fair share - δίκαιο μερίδιο
    ⮡  He always eats more than his share.
    Πάντα τρώει περισσότερο από το μερίδιό του.
    ⮡  He too has his share of worries in life.
    Έχει κι αυτός το μερίδιό του στα βάσανα της ζωής.
  4. (πληροφορική) η κοινοποίηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
    ⮡  How many shares does the post have so far?
    Πόσες κοινοποιήσεις έχει η ανάρτηση μέχρι στιγμής;
  5. (οικονομία) η μετοχή, τίτλος κινητής αξίας που αντιπροσωπεύει ορισμένο τμήμα από το κεφάλαιο μιας εταιρείας και αποδεικνύει τη συμμετοχή του κατόχου της σ΄ αυτό
    ⮡  I have shares in that company.
    Έχω μετοχές σ' αυτήν την εταιρεία.

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας share
γ΄ ενικό ενεστώτα shares
αόριστος shared
παθητική μετοχή shared
ενεργητική μετοχή sharing

share (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζομαι, έχω, χρησιμοποιώ ή ζω κάτι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
    ⮡  He is sharing the room with a friend of his.
    Μοιράζεται το δωμάτιο με ένα φίλο του.
    ⮡  Some couples have a shared account on social media.
    Μερικά ζευγάρια έχουν κοινό λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζομαι, έχω μερίδιο από κάτι ενώ άλλο άτομο ή άλλα άτομα έχουν επίσης μερίδιο
    ⮡  They shared the profits amongst themselves.
    Μοιράστηκα τα κέρδη μεταξύ τους.
    ⮡  The two parties shared the total number of MPs.
    Τα δύο κόμματα μοιράστηκαν το σύνολο των βουλευτών.
  3. (μεταβατικό) μοιράζω, διαιρώ κάτι σε δύο ή περισσότερα άτομα
    ⮡  He shared the cake with ten children.
    Μοίρασε το κέικ σε δέκα παιδιά.
    ⮡  The company shares profits with the shareholders.
    Η εταιρεία μοιράζει κέρδη στους μετόχους.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζω, δίνω μερικά από αυτά που έχω σε κάποιον άλλο ή αφήνω κάποιον να χρησιμοποιήσει κάτι που είναι δικό μου
    ⮡  We shared food with the poor.
    Μοιράσαμε τρόφιμα στους φτωχούς.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζομαι, έχω τα ίδια συναισθήματα, ιδέες, εμπειρίες κτλ. με κάποιον άλλο
    ⮡  He shares (in) both my sorrows and joys.
    Μοιράζεται και τις λύπες μου και τις χαρές μου.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζω, κοινοποιώ, λέω σε άλλους ανθρώπους για τις ιδέες, τις εμπειρίες και τα συναισθήματά μου
    ⮡  He shares advice right and left.
    Μοιράζει συμβουλές δεξιά κι αριστερά.
    ⮡  He shared with everyone his decision.
    Κοινοποίησε σ' όλους την απόφασή του.
    ⮡  I didn’t share any of his posts.
    Δεν κοινοποίησα καμία από τις αναρτήσεις του.