share
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
share | shares |
share (en)
- (συνήθως ενικός) το μερίδιο, η μερίδα, ένα μέρος από κάτι που χωρίζεται σε δύο ή περισσότερα άτομα
- ⮡ He became the sole proprietor of the business by buying out his partner's share.
- Έγινε μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης εξαγοράζοντας το μερίδιο του συνεταίρου του.
- ⮡ They all got their share of the profits.
- Πήραν όλοι τη μερίδια τους από τα κέρδη.
- ⮡ He became the sole proprietor of the business by buying out his partner's share.
- (μόνο ενικός) το μερίδιο, το μέρος που έχει κάποιος σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα που περιλαμβάνει πολλά άτομα
- ⮡ We all did our share.
- Όλοι κάναμε το μερίδιό μας.
- ⮡ Everyone must take on their share of the blame.
- Όλοι πρέπει να αναλάβουν το μερίδιό τους της ευθύνης.
- ⮡ We all did our share.
- (μόνο ενικός) το μερίδιο, η ποσότητα από κάτι που θεωρείται φυσιολογικό ή αποδεκτό για ένα άτομο ή πράγμα
- ⮡ a fair share - δίκαιο μερίδιο
- ⮡ He always eats more than his share.
- Πάντα τρώει περισσότερο από το μερίδιό του.
- ⮡ He too has his share of worries in life.
- Έχει κι αυτός το μερίδιό του στα βάσανα της ζωής.
- (πληροφορική) η κοινοποίηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
- ⮡ How many shares does the post have so far?
- Πόσες κοινοποιήσεις έχει η ανάρτηση μέχρι στιγμής;
- ⮡ How many shares does the post have so far?
- (οικονομία) η μετοχή, τίτλος κινητής αξίας που αντιπροσωπεύει ορισμένο τμήμα από το κεφάλαιο μιας εταιρείας και αποδεικνύει τη συμμετοχή του κατόχου της σ΄ αυτό
- ⮡ I have shares in that company.
- Έχω μετοχές σ' αυτήν την εταιρεία.
- ⮡ I have shares in that company.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | share |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shares |
αόριστος | shared |
παθητική μετοχή | shared |
ενεργητική μετοχή | sharing |
share (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζομαι, έχω, χρησιμοποιώ ή ζω κάτι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
- ⮡ He is sharing the room with a friend of his.
- Μοιράζεται το δωμάτιο με ένα φίλο του.
- ⮡ Some couples have a shared account on social media.
- Μερικά ζευγάρια έχουν κοινό λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
- ⮡ He is sharing the room with a friend of his.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζομαι, έχω μερίδιο από κάτι ενώ άλλο άτομο ή άλλα άτομα έχουν επίσης μερίδιο
- ⮡ They shared the profits amongst themselves.
- Μοιράστηκα τα κέρδη μεταξύ τους.
- ⮡ The two parties shared the total number of MPs.
- Τα δύο κόμματα μοιράστηκαν το σύνολο των βουλευτών.
- ⮡ They shared the profits amongst themselves.
- (μεταβατικό) μοιράζω, διαιρώ κάτι σε δύο ή περισσότερα άτομα
- ⮡ He shared the cake with ten children.
- Μοίρασε το κέικ σε δέκα παιδιά.
- ⮡ The company shares profits with the shareholders.
- Η εταιρεία μοιράζει κέρδη στους μετόχους.
- ⮡ He shared the cake with ten children.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζω, δίνω μερικά από αυτά που έχω σε κάποιον άλλο ή αφήνω κάποιον να χρησιμοποιήσει κάτι που είναι δικό μου
- ⮡ We shared food with the poor.
- Μοιράσαμε τρόφιμα στους φτωχούς.
- ⮡ We shared food with the poor.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζομαι, έχω τα ίδια συναισθήματα, ιδέες, εμπειρίες κτλ. με κάποιον άλλο
- ⮡ He shares (in) both my sorrows and joys.
- Μοιράζεται και τις λύπες μου και τις χαρές μου.
- ⮡ He shares (in) both my sorrows and joys.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζω, κοινοποιώ, λέω σε άλλους ανθρώπους για τις ιδέες, τις εμπειρίες και τα συναισθήματά μου
- ⮡ He shares advice right and left.
- Μοιράζει συμβουλές δεξιά κι αριστερά.
- ⮡ He shared with everyone his decision.
- Κοινοποίησε σ' όλους την απόφασή του.
- ⮡ I didn’t share any of his posts.
- Δεν κοινοποίησα καμία από τις αναρτήσεις του.
- ⮡ He shares advice right and left.