Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινοποίηση οι κοινοποιήσεις
      γενική της κοινοποίησης* των κοινοποιήσεων
    αιτιατική την κοινοποίηση τις κοινοποιήσεις
     κλητική κοινοποίηση κοινοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοινοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κοινοποίη(σις) + -ση < κοινοποιῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε κοινο- + -ποίηση -ηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.noˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐νο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία