Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινοποιώ < ελληνιστική κοινή κοινοποιέω / κοινοποιῶ < αρχαία ελληνική κοινός + ποιέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.no.piˈo/

  Ρήμα επεξεργασία

κοινοποιώ (παθητική φωνή: κοινοποιούμαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία