Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινοποιέω < αρχαία ελληνική κοινός κοινο- + -ποιέω + ποιέω

κοινοποιέω

  1. (ελληνιστική κοινή) κάνω κάτι κοινό
  2. (ελληνιστική κοινή) κοινοποιώ, γνωστοποιώ
  3. (ελληνιστική κοινή) γενικεύω
  4. (ελληνιστική κοινή) θεωρώ κάτι ίδιο με κάτι άλλο