κοινός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοινός < αρχαία ελληνική κοινός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κοινός
- ο συνηθισμένος στην εμφάνιση
- Είχε ένα άχρωμο πρόσωπο με κοινά χαρακτηριστικά. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- από κοινού - μαζί