επίκοινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επίκοινος < αρχαία ελληνική ἐπίκοινος < επί- + κοινός
Επίθετο
επεξεργασίαεπίκοινος, -η, -ο
- όρος γραμματικής που αφορά λέξεις που χρησιμοποιούνται με την ίδια μορφή και στο αρσενικό και το θηλυκό
- παράδειγμα: η λέξη αλεπού αφορά και την αρσενική και την θηλυκή αλεπού
- κοινός μεταξύ πολλών, αυτός που ανήκει ταυτόχρονα σε πολλούς
- ※ Οι επίκοινες ονομασίες των μορίων είναι κυρίως ευφημισμοί: αιδοία, αιδώς, απόκρυφα, άρθρα, μόρια, φύσις. Συνήθεις μεταφορές ... Για το ανδρικό μόριο κοινολεκτούμενα είναι η σάθη και η πόσθη, και (τα φορτικότερα) πέος, κωλή και ψωλή (-ός). (Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την Ύστερη Αρχαιότητα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2001, σελ. 1032)