κοινώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοινῶς < κοιν(ός) + -ῶς (-ώς)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νώς
- ομόηχο: κοινός, κυνός
- τονικό παρώνυμο: κείνος
Επίρρημα
επεξεργασίακοινώς
- (λόγιο) από όλους (και κοινά)
- ⮡ είναι κοινώς αποδεκτό
- (λόγιο) όπως λέγεται από το λαό
- ⮡ η έχιδνα, κοινώς οχιά, είναι δηλητηριώδης
Εκφράσεις
επεξεργασία- κοινώς γνωστό